Τα μη εντοπιστικά κλινικά σημεία της υπαραχνοειδούς αιμορραγίας είναι ο μηνιγγιτιδικός ερεθισμός με αυχενική δυσκαμψία, φωτοφοβία, ευερεθιστότητα και σύγχυση. Η ενδοοφθαλμική αιμορραγία είναι δυνατό να προκαλέσει ετερόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη απώλεια της όρασης.
Οι συστηματικές διαταραχές από το καρδιαγγειακό, το αναπνευστικό και το αυτόνομο νευρικό σύστημα, συνήθως με μέτρια ταχυκαρδία. Η ενδοκράνια υπέρταση μπορεί να προκαλέσει προοδευτική βραδυκαρδία, υπέρταση, ταχύπνοια και υποξαιμία.
Τα εντοπιστικά κλινικά σημεία της υπαραχνοειδούς αιμορραγίας είναι η παρουσία ενδοεγκεφαλικού αιματώματος (20%) μπορεί να προκαλέσει εστιακό νευρολογικό έλλειμμα. Σε διαφορετική περίπτωση η εστιακή σημειολογία είναι ασυνήθης και συχνά παροδική.
Η παραπάρεση σε ανευρύσματα της πρόσθιας αναστομωτικής και ημιπάρεση σε ανευρύσματα του διχασμού τη μέσης εγκεφαλικής αρτηρίας που είναι δυνατό να συνοδεύεται από αφασία εφ´ όσον η αιμορραγία συμβαίνει στο επικρατούν ημισφαίριο (αριστερό ημισφαίριο σε δεξιόχειρες).
Η άπραξία και συναισθηματική απροσφορότητα είναι συχνή σε αιμορραγία ανευρύσματος της πρόσθιας αναστομωτικής με αιμάτωμα στο μετωπιαίο λοβό. Σύνδρομο Korsakoff σε ισχαιμία ή έμφρακτο των μαστίων, της ψαλίδος και των θαλάμων.
Η πάρεση των κρανιακών νεύρων (κυρίως απαγωγού και κοινού κινητικού) με διπλωπία ανευρίσκεται σε ποσοστό 12% περίπου σε ανευρύσματα της υπερκλινοειδούς μοίρας της έσω καρωτίδος και της οπισθίας αναστομωτικής αρτηρίας και οφείλεται στην πίεση των κρανιακών νεύρων.
H κλινική σταδιοποίηση κατά την κλίμακα Hunt & Hess έχει καθιερωθεί γιά την αξιολόγηση ασθενών με ανευρυσματική υπαραχνοειδή αιμορραγία, και σχετίζεται στενά με την τελική έκβαση. Χρησιμοποιείται σαν κριτήριο του άριστου χρόνου θεραπευτικής παρέμβασης, ενδοαγγειακής η χειρουργικής.
Δύο είναι οι κύριοι παράγοντες που καθορίζουν την περαιτέρω έκβαση, ο κίνδυνος επαναιμορραγίας και οι δευτερογενείς ισχαιμικές επιπλοκές που εκδηλώνονται τίς επόμενες ημέρες με κορύφωση την 6-8η ημέρα από την αρχική αιμορραγία.